- βιβλιοχαρτοπώλης
- οο ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιβλιοχαρτοπώλης — ο ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + χαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιοχαρτοπωλείο — το κατάστημα πώλησης βιβλίων και γραφικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοχαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek